- στραγγαλίς
- -ίδος, ἡ, ΜΑπολύπλοκος κόμποςαρχ.1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο τού σώματος3. είδος κοσμήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη* + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραγγαλίδας — στραγγαλίς intricate knot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγαλίδες — στραγγαλίς intricate knot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγαλίδων — στραγγαλίς intricate knot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԵՀԵՒԱՆԴ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. χλιδών, στραγγαλίς, ψέλλιον կամ ἑμπλόκιον torques, monile եւն. Բահուանդ. զարդ կանացի, որպէս քայռ, մանեակ, քօղէք, լանջագեղ կամար. ապարանջանք բազկաց եւ սրունից. *Ոսկի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)